Μνήμη καί θλιβερά ἐπέτειος τῆς ἁλώσεως τῆς Βασιλίδος τῶν πόλεων, τῆς Κωνσταντινουπόλεως στίς 29 Μαΐου καί στόν Ἱερό Μητροπολιτικό Ναό τῆς Εὐαγγελιστρίας τῶν Πατρῶν, Κλῆρος καί Λαός, μέ ἐπικεφαλῆς τόν Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Πατρῶν κ.κ .Χρυσόστομο, ἐτίμησαν τόν ἀοίδιμο καί μαρτυρικόν Αὐτοκράτορα, Κωνσταντῖνο τόν Παλαιολόγο καί τούς συμπολεμιστάς του ἣρωας καί μάρτυρας τῆς ἁλώσεως καί γιά μιά ἀκόμη φορά, ὑπεκλίθησαν στήν θυσία τους καί στήν προσφορά τῆς ἲδιας τῆς ζωῆς τους, ὑπέρ τῶν ἱερῶν καί τῶν ὁσίων τοῦ Γένους.
Ὁ Σεβασμιώτατος, ἐτέλεσε τήν Θεία Λειτουργία συλλειτουργοῦντος τοῦ Θεοφιλεστάτου Ἐπισκόπου Κερνίτσης κ. Χρυσάνθου καί ἂλλων Κληρικῶν τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Πατρῶν.
Στό τέλος τῆς Θείας Λειτουργίας, ἐτελέσθη τό ἱερό Μνημόσυνο, τοῦ τελευταίου Αὐτοκράτορος τῆς Κωνσταντινουπόλεως, Κωνσταντίνου τοῦ Παλαιολόγου καί ὃλων ὃσοι ἒπεσαν στίς ἐπάλξεις τῆς Βασιλευούσης ἢ μαρτυρικῶς, μετά ταῦτα, ὑπό τῶν βαρβάρων Τούρκων, ἐτελειώθησαν.
Στήν ὁμιλία του, ὁ Σεβασμιώτατος ἀνεφέρθη στόν μαρτυρικό Αὐτοκράτορα καί μίλησε κατ’ ἀρχάς γιά τήν σχέση του μέ τήν Πάτρα, ἀφοῦ ὁ Γάμος του μέ τήν Θεοδώρα (Μαγδαληνή) Τόκου, ἐτελέσθη τήν 1η Ἰουλίου 1428, στό Σαραβάλι τῶν Πατρῶν καί στό παλάτι τῶν Παλαιολόγων στό Σανταμέρι τῶν Πατρῶν, ἂφησε τήν τελευταία της πνοή ἡ σύζυγό του κατά τήν γέννα, μαζί μέ τό παιδί τους.
Ἐν συνεχείᾳ, ἀνεφέρθη στή δόξα καί στό κλέος τῆς Κωνσταντινουπόλεως καί στήν πτώση της καί στά τραγικά ἀποτελέσματα, οὐχί μόνο γιά τήν Ρωμηοσύνη, ἀλλά καί γιά τήν παγκόσμια ἱστορία.
«… Ἡ πόλις τῆς Οἰκουμένης, τῆς καλλονῆς ἡ ἑστία, τό τῆς τρυφῆς χωρίον, τοῦ ἡμετέρου γένους τό ἒδαφος, τό τῶν ἀγαθῶν πρυτανεῖον, ὁμόροις τό θέλγητρον καί ἀλλογενέσιν τό ἠδύτατον λάλημα∙ ἡ κοινή πατρίς καί μήτηρ τῶν Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν Ἑάλω. Ἑάλω ἡ Πόλις…»
«…Ὁ κύρης Κωνσταντῖνος, ὁ φρόνιμος, ὁ δυνατός, ὁ περισσά ἀνδρειωμένος, ὁ πρᾶος, ὁ καλόλογος, ἡ φήμη τῶν Ρωμαίων καί μέγας τῷ ὂντι ἐν τῇ δυστυχίᾳ αὐτοῦ γενόμενος, ἐπεδείξατο ἀνδρείαν ἀπαράμιλλον καί ἡρωϊσμόν ἐφάμιλλον τοῦ Λεωνίδα καί τῶν Σπαρτιατῶν…»
Ἡ κερκόπορτα ἒκρινε τήν ἱστορία τοῦ κόσμου.
«Ὁ Βασιλεύς οὖν ἀπαγορεύσας ἑαυτόν, ἱστάμενος, βαστάζων σπάθην καί ἀσπίδα, εἶπε λόγον λύπης ἂξιον: “Οὐκ ἒστι τις τῶν χριστιανῶν τοῦ λαβεῖν τήν καφαλήν μου ἀπ’ ἐμοῦ;” Ἦν γάρ μονώτατος ἀπολειφθείς. Τότε εἷς τῶν Τούρκων δούς αὐτῷ κατά πρόσωπον καί πλήξας καί αὐτός τῷ Τούρκῳ ἐχαρίσατο∙ τῶν ὂπισθεν δ’ ἒτερος καιρίαν δούς πληγήν, ἒπεσε κατά γῆς∙ οὐ γάρ ἢδεισαν ὃτι ὁ Βασιλεύς ἐστί, ἀλλ’ ὡς κοινόν στρατιώτην τοῦτον θανατώσαντες ἀφῆκαν. (Δούκας Μιχαήλ).
Οἱ Ὀθωμανοί τόν ἒψαξαν: «Πλείονας κεφαλάς τῶν ἀναιρεθέντων ἒπλυναν, εἰ τύχοι καί τήν βασιλικήν γνωρίσωσιν καί οὐκ ἠδυνήθησαν γνωρίσαι αὐτήν εἰ μή τό τεθνεώς σῶμα τοῦ Βασιλέως εὑρόντες, ὃ ἐγνώρισαν ἐκ τῶν βασιλικῶν περικνυμίδων, ἢ καί πεδίλων ἒνθα, χρυσοῖ ἀετοί ἦσαν γεγραμμένοι, ὡς ἒθος ὑπῆρχε τοῖς βασιλεῦσι…
Ὁ Παλαμᾶς θά βάλῃ στό στόμα τοῦ μαρτυρικοῦ Αὐτοκράτορος.
«Μαρμαρωμένος βασιλιᾶς
καί θά ξυπνῶ ἀπ’ τό μνῆμα,
τό μυστικό καί τ’ ἂβρεχτο
πού θά μέ κλειῆ θά βγαίνω
καί τή χτιστή χρυσόπορτα
ξεσχίζοντας θά τρέχω
καί χαλιφάδων νικητής
καί τσάρων κυνηγάρης
πέρα στήν Κόκκινη Μηλιά
θά παίρνω μιάν ἀνάσα.
Ὁ Σεβασμιώτατος στή συνέχεια μίλησε γιά τήν ἀντίσταση πού προέβαλε τό Γένος κατά τά χρόνια τῆς πικρῆς σκλαβιᾶς καί ἒκανε ἀναφορά στόν Κολοκοτρώνη, ὁ ὁποῖος μᾶς μιλᾶει γιά τό παρακάτω περιστατικό.
Κολοκοτρώνης
« Μίαν φοράν, ὃταν ἐπήραμε τό Ναύπλιον, ἦλθεν ὁ Ἂμιλτον νά μέ ἰδῇ, μοῦ εἶπε ὃτι: Πρέπει οἱ Ἓλληνες νά ζητήσουν συμβιβασμόν καί ἡ Ἀγγλία νά μεσιτεύσῃ. Ἐγώ τοῦ ἀποκρίθηκα, ὃτι αὐτό δέν γίνεται ποτέ. Ἐλευθερία ἢ θάνατος. Ἐμεῖς καπετάν Ἂμιλτον συμβιβασμό ποτέ δέν ἐκάναμε μέ τούς Τούρκους. Ὁ Τοῦρκος ἂλλους ἒκαψε, ἂλλους ἐσκλάβωσε μέ τό σπαθί καί ἂλλοι καθώς ἡμεῖς, ἐζούσαμεν ἐλεύθεροι ἀπό γενεά σέ γενεά. Ὁ Βασιλεύς μας ἐσκοτώθη, καμμία συνθήκη δέν ἒκαμε. Ἡ φρουρά του εἶχε παντοτεινόν πόλεμον μέ τούς Τούρκους καί δύο φρούρια ἦταν πάντα ἀνυπότακτα. Μέ εἶπε. Ποῖα εἶναι ἡ Βασιλική φρουρά του, ποῖα εἶναι τά φρούρια;
Ἡ Φρουρά τοῦ Βασιλέως μας εἶναι οἱ λεγόμενοι Κλέφτες.
Τά Φρούρια: Ἡ Μάνη, τό Σούλι καί τά βουνά».
καί συνέχιζε καί συνήθιζε νά λέγῃ: Ἒχουμε Βασιλιά Κωνσταντῖνο Παλαιολόγο στήν Πόλη.
Ἐνῶ εἶναι σταθερή ἡ πίστη τοῦ Γένους, ὃπως τυπώνεται στούς παρακάτω στίχους.
«Σώπασε Κυρά Δέσποινα καί μή πολυδακρύζεις, πάλι μέ χρόνους μέ καιρούς, πάλι δικά μας θἆ ναι».
Καί κατέληξε ὁ Σεβασμιώτατος:
Τί κι’ἂν «ἒπεσεν» ἡ Βασιλεύουσα!
Τά κάστρα ἒμειναν ἂπαρτα καί τά φυλᾶνε οἱ φρυκτωροί τοῦ Γένους, ὁ Οἰκουμενικός μας Πατριάρχης καί ἡ ἱερά του μαρτυρική καί φωτοφόρος Συνοδεία Του. Εἶναι λίγοι, ἀλλά τόσοι πολλοί καί μέσα ἀπό τήν εὒγλωττη καί ἠχηρή σιωπή τους ἀπό τό ἀειλαμπές Φανάριον, συνεχίζουν θυσιαστικά νά φυλᾶνε τόν τόπο, νά λειτουργοῦν καί νά σαλπίζουν στίς ἐσχατιές τοῦ σύμπαντος, τόν ἀναστάσιμο παιᾶνα: «Χριστός ἀνέστη ἐκ νεκρῶν θανάτῳ θάνατον πατήσας. Καί τοῖς ἐν τοῖς μνήμασιν ζωήν χαρισάμενος».